Friday, May 3, 2013

Για όλα φταίει το στραγάλι...

Ναι καλά διαβάσατε: για όλα αυτά, το πάθος μου για τα ταξίδια, και τη δίψα μου να γνωρίσω τον κόσμο, ανθρώπους και πολιτισμούς, φταίει το στραγάλι.
Ας πιάσω όμως την ιστορία από την αρχή. Παιδούλα ακόμα, το κοριτσάκι της μαμάς και του μπαμπά που λένε,  η επαφή μου με άλλους πολιτισμούς περιοριζόταν στις περίεργες εκείνες πινακίδες των αυτοκινήτων που ξαφνικά κάθε καλοκαίρι εμφανίζονταν στους δρόμους της πόλης μου και σε κάτι περίεργους ανθρώπους ξανθούς -πολύ σπάνια έγχρωμους, αν δε με απατά η μνήμη μου μόνο ένα είχα δει- που φόραγαν κάλτσες με τα σανδάλια τους (άκουσον άκουσον) και μίλαγαν ακαταλαβίστικα μεταξύ τους. Παρεπιπτόντως και μια και το έφερε η κουβέντα ο έγχρωμος ήταν κι ο μόνος από ότι θυμάμαι που είχε καταλάβει τη γλώσσα μου. "Μαμά, μαμά ένας μαύρος" είχα φωνάξει όντας σε σύγχιση, "μαμά, μαμά ένας μαύρος" είχε επαναλάβει γελώντας μου καλοσυνάτα από το απέναντι πεζοδρόμιο αφήνοντάς με άφωνη στη μέση του δρόμου και ντροπιασμένη. Νομίζω τότε ήταν που εγώ κι ο ρατσισμός "τα σπάσαμε" μιας και δια παντώς.
Περίεργοι αυτοί οι άνθρωποι. Τεράστιο μυστήριο άλυτο, όπως άλυτη παρέμενε για χρόνια η απορία μου γιατί στην τηλεόραση το "ν" το πρόφεραν "β"! Μόνο ως παραξενιά μπορούσα να εξηγήσω το γιατί η  Nivea δεν προφερόταν Νινέα, για παράδειγμα!
Όλα αυτά μικρό κοριτσάκι στο δημοτικό. Μεγαλώνοντας λίγο κι αρχίζοντας τα Αγγλικά σιγά σιγά όλες εκείνες οι απορίες μου περί γλώσσας απαντήθηκαν. Παρέμενα όμως μια έφηβη με ελάχιστη επαφή με "τον έξω κόσμο".
Αυτό δεν θυμάμαι πάντως να με προβλημάτιζε ιδιαίτερα τότε. Λίγες απορίες μου είχαν μείνει σχετικά και λίγη περιέργεια για το πού και πώς ζούσαν όλοι αυτοί οι τουρίστες που κατέκλυζαν την περιοχή κάθε καλοκαίρι. Εξάλλου γιατί να προβληματιστώ; Κάπου θα ζούσαν κι αυτοί όπως εγώ, που έμοιαζε με την Ελλάδα. Τη δεκαετία του '70 και '80 τα ταξίδια δεν ήταν και τόσο in οπότε δεν μπορώ να πω ότι είχα ποτέ εμπλακεί σε συζητήσεις τύπου σε ποια χώρα ταξίδεψες και τί είδες και τί έκανες.
Μέχρι κάποια στιγμή όταν, από το πουθενά, μου προέκυψε μια πρόταση να πάω να σπουδάσω εξωτερικό. Γιατί όχι σκέφτηκα, πλάκα θα έχει και εξάλλου δεν υπάρχει και τίποτα στα ελληνικά πανεπιστήμια να με τρελαίνει. Κάπου είχε πάρει κιόλας το αυτί μου ότι ο πρώτος μου έρωτας είχε πάει Αγγλία να δουλέψει. Τι άλλο ήθελα να πειστώ; Τίποτα! Τόσο εύκολα, τόσο γρήγορα και τόσο απλά.
Κι έφυγα χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς λύπη, χωρίς νοσταλγία. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Δεν είχα τίποτε να με κρατάει πίσω, η ζωή ήταν μπροστά μου κι εγώ καβάλα στο άλογό μου, ή μάλλον στο αεροπλάνο μου, έφυγα να κατακτήσω τον κόσμο!! Εδώ γελάνε βέβαια με όλη αυτή την εφηβική σιγουριά και έπαρση, αλλά αυτό είναι μια άλλη, τεράστια, ιστορία.
 Και φτάνω σε μια χώρα που υποτίθεται ότι είχα σπουδάσει χρόνια τη γλώσσα της, άρα θα κατάφερνα να συνενοηθώ και υποτίθεται ότι θα είχαν τις ίδιες συνήθειες με τους Έλληνες, και υποτίθεται, επίσης, ότι το περιβάλλον δεν θα ήταν δα και τόσο διαφορετικό από αυτό που είχα συνηθίσει. Υποτίθεται.
Μα ήταν ΟΛΑ διαφορετικά: η γλώσσα που μίλαγαν πολύ λίγο μου ήταν κατανοητή, ο καιρός ήταν εντελώς διαφορετικός, και η φύση καμία σχέση με αυτά που ήξερα. Ήμουν ξενιτιά και ζοριζόμουν. Και το ρίχνω στα ελληνικά τραγούδια που σπάνια άκουγα Ελλάδα, στα ελληνικά έθιμα που πάντα απαξιούσα όταν ήμουν Ελλάδα και γενικώς άρχισα να συμπεριφέρομαι τώρα εγώ "περίεργα". Μέχρι και μουσακά έφτιαξα για πρώτη φορά στη ζωή μου, χωρίς καθογήδηση, που στο σπίτι μου μια μακαρονάδα είχα φτιάξει και το είχα κάνει θέμα. Είχα καταφέρει έτσι με τον τρόπο μου να ξαναδημιουργήσω έστω με υποκατάστατα γύρω μου το "οικείο". Όλα τα ελληνικά είχα καταφέρει να τα υποκαταστήσω στην ξενιτιά...ή σχεδόν όλα.
Εκείνα τα στραγάλια της γιαγιάς, που σπάνια μου άρεσαν γιατί η άτιμη προτιμούσε τα μαλακά και εμένα μου κάθονταν σαν πέτρα στο λαιμό, δεν είχα καταφέρει να τα βρω πουθενά. Ξαφνικά μου έλειπαν. Όσο έλειπαν τα στραγάλια η ολοκληρωτική υποκατάσταση του οικείου, κι άρα η ψυχική μου ισορροπία, έμεναν εκκρεμείς. Τα στραγάλια μου θύμιζαν ότι όσο και να είχα υποκαταστήσει τα πάντα το οικείο και γνώριμο της χώρας και της οικογένειάς μου δεν θα κατάφερνα να τα υποκαταστήσω....
Ώσπου μια μέρα ο συγκάτοικός μας αποφάσισε να μαγειρέψει. Σπάνια το έκανε και ποτέ δεν μαγείρευε αγγλικά πιάτα. Ευτυχώς. Εκείνη τη μέρα είχε αποφασίσει να φτιάξει ένα ινδικό πιάτο με ρεβύθια. Τα έβαλε στο τηγάνι με λίγο λάδι και τα τηγάνισε. Αν είναι δυνατόν! Τα ρεβύθια είναι μόνο για την κατσαρόλα και τα αυγά μόνο για το τηγάνι. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν μάθει τον κόσμο εντελώς ανάποδα. Έβαζαν το αυγό στην κατσαρόλα και τα ρεβύθια στο τηγάνι. Είχαν δίκιο όταν μου έλεγαν ότι η αγγλική κουζίνα είναι ξενέρωτη!
Κι έκατσα εκεί να παρακολουθώ, έτοιμη να αρχίσω τα πειράγματα με τον αέρα της ανώτερης πολιτισμικά. Την ελληνική κουζίνα κάθε καλοκαίρι εκατομμύρια τουρίστες εξυμνούν κι όχι τυχαία.
Όσο μαγειρεύονταν όμως τα ρεβύθια κι άρχισαν να μοιάζουν με τα στραγάλια της γιαγιάς τόσο ξεφούσκωνε το εγώ μου. Τι γίνεται εδώ; Είχα μάθει κάτι λάθος; Αποκλείεται. Η ρεβυθόσουπα ήταν ένα από τα αγαπημένα μου πιάτα. Σπάνιο φαινόμενο βέβαια, γιατί καμία προσκόλληση στην ελληνική κουζίνα δεν είχα μέχρι τότε, αντιθέτως μάλιστα μπορώ να πω ότι την είχα απαξιώσει πλήρως. Άρα δεν μπορεί κάτι τόσο νόστιμο να είναι λάθος. Δοκίμασα τα ρεβύθια του Πώλ, τα ινδικά ρεβύθια με τα εξωτικά μπαχαρικά, κι ήταν μούρλια. Η γεύση δεν έμοιαζε με τα στραγάλια αλλά σίγουρα η υφή τους στο στόμα μου μου θύμισαν Ελλάδα. Ήταν ίδια με τα στραγάλια της γιαγιάς!
Στεκόμουν εκεί εκστασιασμένη, απελευθερωμένη από τους περιορισμούς μου αλλά και μπερδεμένη: η γιαγιά όταν ρωτούσα το γιατί και το πώς πάντα μου έλεγε ότι έτσι είναι τα πράγματα. Έτσι έμαθα λοιπόν κι εγώ να ξεχωρίζω το σωστό από το λάθος: τα beans on toast για παράδειγμα ήταν λάθος, αλλά οι μπουκιές ψωμιού στη φασολάδα σωστό. Τα pickled eggs μια αηδία, διαστροφικό μυαλό το σκέφτηκε αλλά η αυγοσαλάτα με μπόλικο ξύδι ολόσωστο! Γιατί έτσι είναι η φύση των πραγμάτων.
Και τότε κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν ήταν έτσι από τη φύση τους. Ήταν έτσι γιατί μόνο αυτό ήξερε. Τότε κατάλαβα αυτό που σήμερα αποκαλώ πολιτισμικές διαφορές: δεν υπάρχει "φύση" στο πώς ζούμε τη ζωή μας, δεν υπάρχει σωστό και λάθος, παρά μόνο πολιτισμός. Κι υπάρχουν τόσοι πολιτισμοί και τόσο διαφορετικοί σε αυτόν τον πλανήτη που μόνο απελευθέρωση ταξιδεύοντας μπορείς να βιώσεις...
Σε κάθε ταξίδι λοιπόν που κάνω ψάχνω εκείνο το στραγάλι που θα με απελευθερώσει από τις παραδοχές και τις κοινωνικές συμβάσεις μου...

Tuesday, January 1, 2013

Βουτιά στο κενό...




Παραλία Σάντα Κρουζ, Ομιτέπε, Νικαράγουα...φύσαγε τόσο δυνατά εκείνη τη μέρα που αν άνοιγες τα χέρια σου είχες την αίσθηση ότι θα πέταγες
το ηλιοβασίλεμα εδώ έχει βάθος και χρώμα

Μιλάμε το παπαγαλάκι έριξε πολύ γέλιο με εμάς!!!

Ένα από τα 2 ηφαίστεια του νησιού, το ανενεργό Μαδέρας...τα σύννεφα εδώ είναι τόσο χαμηλά που σου δίνουν την αίσθηση ότι άμα σκαρφαλώσεις στο δέντρο θα τα πιάσεις

Σε ένα γειτονικό Νίκα εστιατόριο για κουβεντούλα με τον παπαγάλο και ένα δροσιστικό smoothie μια ζεστή μέρα :)

Εξωτικά φρούτα σε αφθονία ανανάς, παπάγια, καρύδες, πάσιον φρουτ, μάνγκος .... 

Η θέα από το γραφείο μου...το ενεργό ηφαίστειο Κονσεπσιόν
Χρόνια το έλεγα, χρόνια το επιθυμούσα...να αφεθώ και να αφήσω πίσω μου τις παλιές φωτογραφίες και να εξορμήσω προς αναζήτηση και δημιουργία καινούριων. Χρόνια ο φόβος του θανάτου κυριολεκτικού και
μεταφορικού με κρατούσε μακριά από τον εαυτό μου και τις επιθυμίες μου.

Άτιμο πράμα οι επιθυμίες. Φωτιές είναι που αν δεν ξέρεις να τις τιθασεύσεις μπορεί και να σε κάψουν. Αλλά τι είναι το κάψιμο? Είναι θάνατος ή μήπως απλά η επανασύνθεση σε μια άλλη μορφή; Το επιθυμούσα καιρό. Αυτό που τόσοι άλλοι φίλοι και γνωστοί έκαναν χρόνια τώρα. Να γυρίσω τον κόσμο. Να γεμίσω τα μπαγκάζια του με εμπειρίες, φωτογραφίες με εξωτικά πρόσωπα, τοπία, έθιμα, χρώματα και ήχους. Δεν το αποτολμάς εύκολα ειδικά όταν έχεις μπει στο μονοπάτι που όλοι σου λένε ότι είναι το προδιαγεγραμένο: σπουδές, δουλειά, οικογένεια, σύνταξη, θάνατος. Δεν χρειαζόταν το πέρασμα του χρόνου για να φτάσω στο τελευταίο στάδιο. Όντας σε αυτό το "προδιαγεγραμμένο" μονοπάτι για πάνω από μια δεκαετία ήμουν ήδη νεκρή. 'Οντας σε αυτό το μονοπάτι δεν ρωτάς το γιατί και το πώς. Απλά προχωράς μηχανικά προς το τέλος. Εκείνο το τέλος στο οποίο θα αναρωτηθείς: έζησα τη ζωή μου; Χόρτασα; Άξιζε τον κόπο; Και δυστυχώς σε αυτές τις ερωτήσεις παραμένεις μόνη να απαντήσεις. Οι "καθοδηγητές" σε αφήνουν μόνη στον απολογισμό παρότι δεν σε αφήνουν σε ησυχία όταν πρέπει να αποφασίσεις.

Η λίμνη που περιβάλλει το Ομιτέπε, περισσότερο με θάλασσα φαίνεται παρά λίμνη
Ε, λοιπόν αποφάσισα να μην πεθάνω πριν την ώρα μου. Αποφάσισα ο φόβος καλά κάνει και υπάρχει αλλά έχω μια ζωή να ζήσω. Το πώς θα το αποφασίσω εγώ όπως εγώ θα απολογηθώ στο τέλος για τις επιλογές μου και κανείς άλλος. Και βούτηξα στο κενό....Πήρα βαθιά αναπνοή, χωρίς σωσίβιο παρά μόνο την εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και βούτηξα. Δεν ξέρω που αυτή η απόφαση θα με οδηγήσει. Μπορώ μόνο από προηγούμενες αντίστοιχες εμπειρίες και αποφάσεις να προβλέψω ότι θα είναι δύσκολα αλλά πέρα για πέρα χρήσιμα και αναγκαία....και η θάλασσα με ξέβρασε Νικαράγουα. Σε ένα μικρό νησί όπου όλοι γνωρίζουν όλους και όλοι φροντίζουν όλους. Όπου οι άνθρωποι είναι ευγνώμονες καθημερινά για το φαί που βρίσκουν στο πιάτο τους και χαμογελούν και βρίσκουν την άκρη όταν οι ανέσεις δεν υπάρχουν.  Πρώτος σταθμός λοιπόν Νικαράγουα....και πιο συγκεκριμένα Ινανίτα  http://www.inanitah.com για να δούμε ποιος θα είναι ο επόμενος ;)